Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προδιαλογισμός
προδιαλύω
προδιαμαρτύρομαι
προδιαμασάομαι
προδιαναπαύω
προδιανοέομαι
προδιαντλέομαι
προδιανύω
προδιαπέμπομαι
προδιαπίπτω
προδιαπλάσσω
προδιαπλέω
προδιαπονέομαι
προδιαπορέομαι
προδιαρθρόω
προδιάρθρωσις
προδιαριθμέομαι
προδιαρπάζω
προδιασαλεύω
προδιασαφέω
προδιασείω
View word page
προδιαπλάσσω
mould, fashion beforehand
ShortDef
mould, fashion beforehand
Debugging
Headword:
προδιαπλάσσω
Headword (normalized):
προδιαπλάσσω
Headword (normalized/stripped):
προδιαπλασσω
IDX:
73313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73314
Key:
Data
{'content': 'mould, fashion beforehand'}