Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιαλογίζομαι
προδιαλογισμός
προδιαλύω
προδιαμαρτύρομαι
προδιαμασάομαι
προδιαναπαύω
προδιανοέομαι
προδιαντλέομαι
προδιανύω
προδιαπέμπομαι
προδιαπίπτω
προδιαπλάσσω
προδιαπλέω
προδιαπονέομαι
προδιαπορέομαι
προδιαρθρόω
προδιάρθρωσις
προδιαριθμέομαι
προδιαρπάζω
προδιασαλεύω
προδιασαφέω
View word page
προδιαπίπτω
err through haste

ShortDef

err through haste

Debugging

Headword:
προδιαπίπτω
Headword (normalized):
προδιαπίπτω
Headword (normalized/stripped):
προδιαπιπτω
IDX:
73312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73313
Key:

Data

{'content': 'err through haste'}