Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιαληπτέον
προδιάληψις
προδιαλλάσσω
προδιαλογίζομαι
προδιαλογισμός
προδιαλύω
προδιαμαρτύρομαι
προδιαμασάομαι
προδιαναπαύω
προδιανοέομαι
προδιαντλέομαι
προδιανύω
προδιαπέμπομαι
προδιαπίπτω
προδιαπλάσσω
προδιαπλέω
προδιαπονέομαι
προδιαπορέομαι
προδιαρθρόω
προδιάρθρωσις
προδιαριθμέομαι
View word page
προδιαντλέομαι
to be exhausted beforehand

ShortDef

to be exhausted beforehand

Debugging

Headword:
προδιαντλέομαι
Headword (normalized):
προδιαντλέομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιαντλεομαι
IDX:
73309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73310
Key:

Data

{'content': 'to be exhausted beforehand'}