Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προδιάλεξις
προδιαληπτέον
προδιάληψις
προδιαλλάσσω
προδιαλογίζομαι
προδιαλογισμός
προδιαλύω
προδιαμαρτύρομαι
προδιαμασάομαι
προδιαναπαύω
προδιανοέομαι
προδιαντλέομαι
προδιανύω
προδιαπέμπομαι
προδιαπίπτω
προδιαπλάσσω
προδιαπλέω
προδιαπονέομαι
προδιαπορέομαι
προδιαρθρόω
προδιάρθρωσις
View word page
προδιανοέομαι
think over before, premeditate
ShortDef
think over before, premeditate
Debugging
Headword:
προδιανοέομαι
Headword (normalized):
προδιανοέομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιανοεομαι
IDX:
73308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73309
Key:
Data
{'content': 'think over before, premeditate'}