Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιαλέγομαι
προδιάλεξις
προδιαληπτέον
προδιάληψις
προδιαλλάσσω
προδιαλογίζομαι
προδιαλογισμός
προδιαλύω
προδιαμαρτύρομαι
προδιαμασάομαι
προδιαναπαύω
προδιανοέομαι
προδιαντλέομαι
προδιανύω
προδιαπέμπομαι
προδιαπίπτω
προδιαπλάσσω
προδιαπλέω
προδιαπονέομαι
προδιαπορέομαι
προδιαρθρόω
View word page
προδιαναπαύω
take an interval of rest beforehand

ShortDef

take an interval of rest beforehand

Debugging

Headword:
προδιαναπαύω
Headword (normalized):
προδιαναπαύω
Headword (normalized/stripped):
προδιαναπαυω
IDX:
73307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73308
Key:

Data

{'content': 'take an interval of rest beforehand'}