Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεπιστασία
ἀνεπιστάτητος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονέω
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίστητος
ἀνεπιστρεπτέω
ἀνεπίστρεπτος
ἀνεπιστρεφής
ἀνεπιστρεψία
ἀνεπίστροφος
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
ἀνεπίτατος
ἀνεπιτάττω
ἀνεπιτετελεσμένος
ἀνεπίτευκτος
ἀνεπιτευξία
ἀνεπιτέχνητος
View word page
ἀνεπιστρεφής
careless of
ShortDef
careless of
Debugging
Headword:
ἀνεπιστρεφής
Headword (normalized):
ἀνεπιστρεφής
Headword (normalized/stripped):
ανεπιστρεφης
IDX:
7329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7330
Key:
Data
{'content': 'careless of'}