Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγριαίνω
ἀγριάνθρωπος
ἀγριάς
ἀγριαχράς
ἀγριάω
ἀγρίδιον
ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
ἀγριεύω
ἀγρίζω
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
ἀγριόθυμος
ἀγριοκάναβος
ἀγριοκάρυον
View word page
ἀγρίζω
inflame, irritate
ShortDef
inflame, irritate
Debugging
Headword:
ἀγρίζω
Headword (normalized):
ἀγρίζω
Headword (normalized/stripped):
αγριζω
IDX:
732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-733
Key:
Data
{'content': 'inflame, irritate'}