Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιακαίω
προδιακατέχω
προδιάκειμαι
προδιακενόω
προδιακεντέω
προδιακινέω
προδιακίνησις
προδιακλύζομαι
προδιακονέομαι
προδιαλαμβάνω
προδιαλέγομαι
προδιάλεξις
προδιαληπτέον
προδιάληψις
προδιαλλάσσω
προδιαλογίζομαι
προδιαλογισμός
προδιαλύω
προδιαμαρτύρομαι
προδιαμασάομαι
προδιαναπαύω
View word page
προδιαλέγομαι
to speak or converse beforehand

ShortDef

to speak or converse beforehand

Debugging

Headword:
προδιαλέγομαι
Headword (normalized):
προδιαλέγομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιαλεγομαι
IDX:
73297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73298
Key:

Data

{'content': 'to speak or converse beforehand'}