Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιακαθαίρω
προδιακαίω
προδιακατέχω
προδιάκειμαι
προδιακενόω
προδιακεντέω
προδιακινέω
προδιακίνησις
προδιακλύζομαι
προδιακονέομαι
προδιαλαμβάνω
προδιαλέγομαι
προδιάλεξις
προδιαληπτέον
προδιάληψις
προδιαλλάσσω
προδιαλογίζομαι
προδιαλογισμός
προδιαλύω
προδιαμαρτύρομαι
προδιαμασάομαι
View word page
προδιαλαμβάνω
occupy before

ShortDef

occupy before

Debugging

Headword:
προδιαλαμβάνω
Headword (normalized):
προδιαλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
προδιαλαμβανω
IDX:
73296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73297
Key:

Data

{'content': 'occupy before'}