Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιαιτάω
προδιαίτησις
προδιακαθαίρω
προδιακαίω
προδιακατέχω
προδιάκειμαι
προδιακενόω
προδιακεντέω
προδιακινέω
προδιακίνησις
προδιακλύζομαι
προδιακονέομαι
προδιαλαμβάνω
προδιαλέγομαι
προδιάλεξις
προδιαληπτέον
προδιάληψις
προδιαλλάσσω
προδιαλογίζομαι
προδιαλογισμός
προδιαλύω
View word page
προδιακλύζομαι
wash out one's mouth first

ShortDef

wash out one's mouth first

Debugging

Headword:
προδιακλύζομαι
Headword (normalized):
προδιακλύζομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιακλυζομαι
IDX:
73294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73295
Key:

Data

{'content': "wash out one's mouth first"}