Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιάθεσις
προδιαιρετέον
προδιαιρέω
προδιαιτάω
προδιαίτησις
προδιακαθαίρω
προδιακαίω
προδιακατέχω
προδιάκειμαι
προδιακενόω
προδιακεντέω
προδιακινέω
προδιακίνησις
προδιακλύζομαι
προδιακονέομαι
προδιαλαμβάνω
προδιαλέγομαι
προδιάλεξις
προδιαληπτέον
προδιάληψις
προδιαλλάσσω
View word page
προδιακεντέω
make a hole in

ShortDef

make a hole in

Debugging

Headword:
προδιακεντέω
Headword (normalized):
προδιακεντέω
Headword (normalized/stripped):
προδιακεντεω
IDX:
73291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73292
Key:

Data

{'content': 'make a hole in'}