Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιαθερμαίνω
προδιάθεσις
προδιαιρετέον
προδιαιρέω
προδιαιτάω
προδιαίτησις
προδιακαθαίρω
προδιακαίω
προδιακατέχω
προδιάκειμαι
προδιακενόω
προδιακεντέω
προδιακινέω
προδιακίνησις
προδιακλύζομαι
προδιακονέομαι
προδιαλαμβάνω
προδιαλέγομαι
προδιάλεξις
προδιαληπτέον
προδιάληψις
View word page
προδιακενόω
evacuate completely first

ShortDef

evacuate completely first

Debugging

Headword:
προδιακενόω
Headword (normalized):
προδιακενόω
Headword (normalized/stripped):
προδιακενοω
IDX:
73290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73291
Key:

Data

{'content': 'evacuate completely first'}