Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προδιάζω
προδιαθερμαίνω
προδιάθεσις
προδιαιρετέον
προδιαιρέω
προδιαιτάω
προδιαίτησις
προδιακαθαίρω
προδιακαίω
προδιακατέχω
προδιάκειμαι
προδιακενόω
προδιακεντέω
προδιακινέω
προδιακίνησις
προδιακλύζομαι
προδιακονέομαι
προδιαλαμβάνω
προδιαλέγομαι
προδιάλεξις
προδιαληπτέον
View word page
προδιάκειμαι
to be in a certain condition
ShortDef
to be in a certain condition
Debugging
Headword:
προδιάκειμαι
Headword (normalized):
προδιάκειμαι
Headword (normalized/stripped):
προδιακειμαι
IDX:
73289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73290
Key:
Data
{'content': 'to be in a certain condition'}