Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιαβρέχω
προδιαγιγνώσκω
προδιάγνωσις
προδιαγόρευσις
προδιαγράφω
προδιαγωγή
προδιαγωνίζομαι
προδιαδίδωμι
προδιαζεύγνυμι
προδιάζω
προδιαθερμαίνω
προδιάθεσις
προδιαιρετέον
προδιαιρέω
προδιαιτάω
προδιαίτησις
προδιακαθαίρω
προδιακαίω
προδιακατέχω
προδιάκειμαι
προδιακενόω
View word page
προδιαθερμαίνω
warm through before

ShortDef

warm through before

Debugging

Headword:
προδιαθερμαίνω
Headword (normalized):
προδιαθερμαίνω
Headword (normalized/stripped):
προδιαθερμαινω
IDX:
73280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73281
Key:

Data

{'content': 'warm through before'}