Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προδιαβολή
προδιαβρέχω
προδιαγιγνώσκω
προδιάγνωσις
προδιαγόρευσις
προδιαγράφω
προδιαγωγή
προδιαγωνίζομαι
προδιαδίδωμι
προδιαζεύγνυμι
προδιάζω
προδιαθερμαίνω
προδιάθεσις
προδιαιρετέον
προδιαιρέω
προδιαιτάω
προδιαίτησις
προδιακαθαίρω
προδιακαίω
προδιακατέχω
προδιάκειμαι
View word page
προδιάζω
pay
ShortDef
pay
Debugging
Headword:
προδιάζω
Headword (normalized):
προδιάζω
Headword (normalized/stripped):
προδιαζω
IDX:
73279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73280
Key:
Data
{'content': 'pay'}