Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιαβεβαιόω
προδιαβιβάζω
προδιαβολή
προδιαβρέχω
προδιαγιγνώσκω
προδιάγνωσις
προδιαγόρευσις
προδιαγράφω
προδιαγωγή
προδιαγωνίζομαι
προδιαδίδωμι
προδιαζεύγνυμι
προδιάζω
προδιαθερμαίνω
προδιάθεσις
προδιαιρετέον
προδιαιρέω
προδιαιτάω
προδιαίτησις
προδιακαθαίρω
προδιακαίω
View word page
προδιαδίδωμι
disseminate before

ShortDef

disseminate before

Debugging

Headword:
προδιαδίδωμι
Headword (normalized):
προδιαδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
προδιαδιδωμι
IDX:
73277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73278
Key:

Data

{'content': 'disseminate before'}