Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιαβάλλω
προδιαβεβαιόω
προδιαβιβάζω
προδιαβολή
προδιαβρέχω
προδιαγιγνώσκω
προδιάγνωσις
προδιαγόρευσις
προδιαγράφω
προδιαγωγή
προδιαγωνίζομαι
προδιαδίδωμι
προδιαζεύγνυμι
προδιάζω
προδιαθερμαίνω
προδιάθεσις
προδιαιρετέον
προδιαιρέω
προδιαιτάω
προδιαίτησις
προδιακαθαίρω
View word page
προδιαγωνίζομαι
contend previously

ShortDef

contend previously

Debugging

Headword:
προδιαγωνίζομαι
Headword (normalized):
προδιαγωνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιαγωνιζομαι
IDX:
73276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73277
Key:

Data

{'content': 'contend previously'}