Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
προδιαβεβαιόω
προδιαβιβάζω
προδιαβολή
προδιαβρέχω
προδιαγιγνώσκω
προδιάγνωσις
προδιαγόρευσις
προδιαγράφω
προδιαγωγή
προδιαγωνίζομαι
προδιαδίδωμι
προδιαζεύγνυμι
προδιάζω
προδιαθερμαίνω
προδιάθεσις
προδιαιρετέον
προδιαιρέω
προδιαιτάω
προδιαίτησις
View word page
προδιαγωγή
previous passing through

ShortDef

previous passing through

Debugging

Headword:
προδιαγωγή
Headword (normalized):
προδιαγωγή
Headword (normalized/stripped):
προδιαγωγη
IDX:
73275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73276
Key:

Data

{'content': 'previous passing through'}