Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδηλόω
προδήλωσις
προδηλωτικός
προδημιουργέω
προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
προδιαβεβαιόω
προδιαβιβάζω
προδιαβολή
προδιαβρέχω
προδιαγιγνώσκω
προδιάγνωσις
προδιαγόρευσις
προδιαγράφω
προδιαγωγή
προδιαγωνίζομαι
προδιαδίδωμι
προδιαζεύγνυμι
προδιάζω
προδιαθερμαίνω
προδιάθεσις
View word page
προδιαγιγνώσκω
to perceive or understand beforehand

ShortDef

to perceive or understand beforehand

Debugging

Headword:
προδιαγιγνώσκω
Headword (normalized):
προδιαγιγνώσκω
Headword (normalized/stripped):
προδιαγιγνωσκω
IDX:
73271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73272
Key:

Data

{'content': 'to perceive or understand beforehand'}