Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδεσμέω
προδεύω
πρόδηλος
προδηλόω
προδήλωσις
προδηλωτικός
προδημιουργέω
προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
προδιαβεβαιόω
προδιαβιβάζω
προδιαβολή
προδιαβρέχω
προδιαγιγνώσκω
προδιάγνωσις
προδιαγόρευσις
προδιαγράφω
προδιαγωγή
προδιαγωνίζομαι
προδιαδίδωμι
προδιαζεύγνυμι
View word page
προδιαβιβάζω
carry across before

ShortDef

carry across before

Debugging

Headword:
προδιαβιβάζω
Headword (normalized):
προδιαβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
προδιαβιβαζω
IDX:
73268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73269
Key:

Data

{'content': 'carry across before'}