Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδέρκομαι
προδεσμέω
προδεύω
πρόδηλος
προδηλόω
προδήλωσις
προδηλωτικός
προδημιουργέω
προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
προδιαβεβαιόω
προδιαβιβάζω
προδιαβολή
προδιαβρέχω
προδιαγιγνώσκω
προδιάγνωσις
προδιαγόρευσις
προδιαγράφω
προδιαγωγή
προδιαγωνίζομαι
προδιαδίδωμι
View word page
προδιαβεβαιόω
demonstrate, establish before

ShortDef

demonstrate, establish before

Debugging

Headword:
προδιαβεβαιόω
Headword (normalized):
προδιαβεβαιόω
Headword (normalized/stripped):
προδιαβεβαιοω
IDX:
73267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73268
Key:

Data

{'content': 'demonstrate, establish before'}