Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προδεξιόομαι
προδέρκομαι
προδεσμέω
προδεύω
πρόδηλος
προδηλόω
προδήλωσις
προδηλωτικός
προδημιουργέω
προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
προδιαβεβαιόω
προδιαβιβάζω
προδιαβολή
προδιαβρέχω
προδιαγιγνώσκω
προδιάγνωσις
προδιαγόρευσις
προδιαγράφω
προδιαγωγή
προδιαγωνίζομαι
View word page
προδιαβάλλω
to raise prejudices against
ShortDef
to raise prejudices against
Debugging
Headword:
προδιαβάλλω
Headword (normalized):
προδιαβάλλω
Headword (normalized/stripped):
προδιαβαλλω
IDX:
73266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73267
Key:
Data
{'content': 'to raise prejudices against'}