Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδέκτωρ
προδεξιόομαι
προδέρκομαι
προδεσμέω
προδεύω
πρόδηλος
προδηλόω
προδήλωσις
προδηλωτικός
προδημιουργέω
προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
προδιαβεβαιόω
προδιαβιβάζω
προδιαβολή
προδιαβρέχω
προδιαγιγνώσκω
προδιάγνωσις
προδιαγόρευσις
προδιαγράφω
προδιαγωγή
View word page
προδιαβαίνω
to go across before

ShortDef

to go across before

Debugging

Headword:
προδιαβαίνω
Headword (normalized):
προδιαβαίνω
Headword (normalized/stripped):
προδιαβαινω
IDX:
73265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73266
Key:

Data

{'content': 'to go across before'}