Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδείελος
προδείκνυμι
προδείκτης
προδειμαίνω
προδειπνέω
προδέκατον
προδέκτωρ
προδεξιόομαι
προδέρκομαι
προδεσμέω
προδεύω
πρόδηλος
προδηλόω
προδήλωσις
προδηλωτικός
προδημιουργέω
προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
προδιαβεβαιόω
προδιαβιβάζω
προδιαβολή
View word page
προδεύω
moisten first

ShortDef

moisten first

Debugging

Headword:
προδεύω
Headword (normalized):
προδεύω
Headword (normalized/stripped):
προδευω
IDX:
73259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73260
Key:

Data

{'content': 'moisten first'}