Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπισκόπητος
ἀνεπισκότητος
ἀνεπισταθμεία
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπιστασία
ἀνεπιστάτητος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονέω
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίστητος
ἀνεπιστρεπτέω
ἀνεπίστρεπτος
ἀνεπιστρεφής
ἀνεπιστρεψία
ἀνεπίστροφος
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
ἀνεπίτατος
ἀνεπιτάττω
View word page
ἀνεπιστήμων
not knowing, ignorant, unskilful

ShortDef

not knowing, ignorant, unskilful

Debugging

Headword:
ἀνεπιστήμων
Headword (normalized):
ἀνεπιστήμων
Headword (normalized/stripped):
ανεπιστημων
IDX:
7325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7326
Key:

Data

{'content': 'not knowing, ignorant, unskilful'}