Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδαπανάω
προδείδω
προδείελος
προδείκνυμι
προδείκτης
προδειμαίνω
προδειπνέω
προδέκατον
προδέκτωρ
προδεξιόομαι
προδέρκομαι
προδεσμέω
προδεύω
πρόδηλος
προδηλόω
προδήλωσις
προδηλωτικός
προδημιουργέω
προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
προδιαβεβαιόω
View word page
προδέρκομαι
to see beforehand

ShortDef

to see beforehand

Debugging

Headword:
προδέρκομαι
Headword (normalized):
προδέρκομαι
Headword (normalized/stripped):
προδερκομαι
IDX:
73257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73258
Key:

Data

{'content': 'to see beforehand'}