Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προδαείς
προδαῆναι
προδανείζω
προδανεισμός
προδανειστής
προδαπανάω
προδείδω
προδείελος
προδείκνυμι
προδείκτης
προδειμαίνω
προδειπνέω
προδέκατον
προδέκτωρ
προδεξιόομαι
προδέρκομαι
προδεσμέω
προδεύω
πρόδηλος
προδηλόω
προδήλωσις
View word page
προδειμαίνω
to fear beforehand

ShortDef

to fear beforehand

Debugging

Headword:
προδειμαίνω
Headword (normalized):
προδειμαίνω
Headword (normalized/stripped):
προδειμαινω
IDX:
73252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73253
Key:

Data

{'content': 'to fear beforehand'}