Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπισκίαστος
ἀνεπισκόπητος
ἀνεπισκότητος
ἀνεπισταθμεία
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπιστασία
ἀνεπιστάτητος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονέω
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίστητος
ἀνεπιστρεπτέω
ἀνεπίστρεπτος
ἀνεπιστρεφής
ἀνεπιστρεψία
ἀνεπίστροφος
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
ἀνεπίτατος
View word page
ἀνεπιστημοσύνη
want of knowledge, ignorance, unskilfulness

ShortDef

want of knowledge, ignorance, unskilfulness

Debugging

Headword:
ἀνεπιστημοσύνη
Headword (normalized):
ἀνεπιστημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
ανεπιστημοσυνη
IDX:
7324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7325
Key:

Data

{'content': 'want of knowledge, ignorance, unskilfulness'}