Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγυμνασία
προγύμνασμα
προγυμναστής
προγυμνόω
προδαείς
προδαῆναι
προδανείζω
προδανεισμός
προδανειστής
προδαπανάω
προδείδω
προδείελος
προδείκνυμι
προδείκτης
προδειμαίνω
προδειπνέω
προδέκατον
προδέκτωρ
προδεξιόομαι
προδέρκομαι
προδεσμέω
View word page
προδείδω
to fear prematurely

ShortDef

to fear prematurely

Debugging

Headword:
προδείδω
Headword (normalized):
προδείδω
Headword (normalized/stripped):
προδειδω
IDX:
73248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73249
Key:

Data

{'content': 'to fear prematurely'}