Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγυμνάζω
προγυμνασία
προγύμνασμα
προγυμναστής
προγυμνόω
προδαείς
προδαῆναι
προδανείζω
προδανεισμός
προδανειστής
προδαπανάω
προδείδω
προδείελος
προδείκνυμι
προδείκτης
προδειμαίνω
προδειπνέω
προδέκατον
προδέκτωρ
προδεξιόομαι
προδέρκομαι
View word page
προδαπανάω
to spend beforehand

ShortDef

to spend beforehand

Debugging

Headword:
προδαπανάω
Headword (normalized):
προδαπανάω
Headword (normalized/stripped):
προδαπαναω
IDX:
73247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73248
Key:

Data

{'content': 'to spend beforehand'}