Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγρηγορέω
προγυμνάζω
προγυμνασία
προγύμνασμα
προγυμναστής
προγυμνόω
προδαείς
προδαῆναι
προδανείζω
προδανεισμός
προδανειστής
προδαπανάω
προδείδω
προδείελος
προδείκνυμι
προδείκτης
προδειμαίνω
προδειπνέω
προδέκατον
προδέκτωρ
προδεξιόομαι
View word page
προδανειστής
one who advances money

ShortDef

one who advances money

Debugging

Headword:
προδανειστής
Headword (normalized):
προδανειστής
Headword (normalized/stripped):
προδανειστης
IDX:
73246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73247
Key:

Data

{'content': 'one who advances money'}