Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπισκεψία
ἀνεπισκίαστος
ἀνεπισκόπητος
ἀνεπισκότητος
ἀνεπισταθμεία
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπιστασία
ἀνεπιστάτητος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονέω
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίστητος
ἀνεπιστρεπτέω
ἀνεπίστρεπτος
ἀνεπιστρεφής
ἀνεπιστρεψία
ἀνεπίστροφος
ἀνεπίσχετος
ἀνεπίτακτος
View word page
ἀνεπιστημονικός
non-scientific

ShortDef

non-scientific

Debugging

Headword:
ἀνεπιστημονικός
Headword (normalized):
ἀνεπιστημονικός
Headword (normalized/stripped):
ανεπιστημονικος
IDX:
7323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7324
Key:

Data

{'content': 'non-scientific'}