Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγιγνώσκω
προγλυκαίνω
προγλωσσεύομαι
προγλωσσίς
πρόγλωσσος
προγνώμων
προγνωρίζω
πρόγνωσις
προγνώστης
προγνωστικός
προγονικός
προγόνιος
πρόγονος
πρόγραμμα
προγραφή
προγράφω
προγρηγορέω
προγυμνάζω
προγυμνασία
προγύμνασμα
προγυμναστής
View word page
προγονικός
derived from parentage

ShortDef

derived from parentage

Debugging

Headword:
προγονικός
Headword (normalized):
προγονικός
Headword (normalized/stripped):
προγονικος
IDX:
73230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73231
Key:

Data

{'content': 'derived from parentage'}