Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγίγνομαι
προγιγνώσκω
προγλυκαίνω
προγλωσσεύομαι
προγλωσσίς
πρόγλωσσος
προγνώμων
προγνωρίζω
πρόγνωσις
προγνώστης
προγνωστικός
προγονικός
προγόνιος
πρόγονος
πρόγραμμα
προγραφή
προγράφω
προγρηγορέω
προγυμνάζω
προγυμνασία
προγύμνασμα
View word page
προγνωστικός
foreknowing, prescient

ShortDef

foreknowing, prescient

Debugging

Headword:
προγνωστικός
Headword (normalized):
προγνωστικός
Headword (normalized/stripped):
προγνωστικος
IDX:
73229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73230
Key:

Data

{'content': 'foreknowing, prescient'}