Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπίσκευος
ἀνεπισκεψία
ἀνεπισκίαστος
ἀνεπισκόπητος
ἀνεπισκότητος
ἀνεπισταθμεία
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπιστασία
ἀνεπιστάτητος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονέω
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίστητος
ἀνεπιστρεπτέω
ἀνεπίστρεπτος
ἀνεπιστρεφής
ἀνεπιστρεψία
ἀνεπίστροφος
ἀνεπίσχετος
View word page
ἀνεπιστημονέω
to be ignorant

ShortDef

to be ignorant

Debugging

Headword:
ἀνεπιστημονέω
Headword (normalized):
ἀνεπιστημονέω
Headword (normalized/stripped):
ανεπιστημονεω
IDX:
7322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7323
Key:

Data

{'content': 'to be ignorant'}