Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγήρως
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
προγλυκαίνω
προγλωσσεύομαι
προγλωσσίς
πρόγλωσσος
προγνώμων
προγνωρίζω
πρόγνωσις
προγνώστης
προγνωστικός
προγονικός
προγόνιος
πρόγονος
πρόγραμμα
προγραφή
προγράφω
προγρηγορέω
προγυμνάζω
προγυμνασία
View word page
προγνώστης
skilled in prognosis

ShortDef

skilled in prognosis

Debugging

Headword:
προγνώστης
Headword (normalized):
προγνώστης
Headword (normalized/stripped):
προγνωστης
IDX:
73228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73229
Key:

Data

{'content': 'skilled in prognosis'}