Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγηράσκω
προγήρως
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
προγλυκαίνω
προγλωσσεύομαι
προγλωσσίς
πρόγλωσσος
προγνώμων
προγνωρίζω
πρόγνωσις
προγνώστης
προγνωστικός
προγονικός
προγόνιος
πρόγονος
πρόγραμμα
προγραφή
προγράφω
προγρηγορέω
προγυμνάζω
View word page
πρόγνωσις
a perceiving beforehand

ShortDef

a perceiving beforehand

Debugging

Headword:
πρόγνωσις
Headword (normalized):
πρόγνωσις
Headword (normalized/stripped):
προγνωσις
IDX:
73227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73228
Key:

Data

{'content': 'a perceiving beforehand'}