Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγεωργός
προγήθω
προγηράσκω
προγήρως
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
προγλυκαίνω
προγλωσσεύομαι
προγλωσσίς
πρόγλωσσος
προγνώμων
προγνωρίζω
πρόγνωσις
προγνώστης
προγνωστικός
προγονικός
προγόνιος
πρόγονος
πρόγραμμα
προγραφή
προγράφω
View word page
προγνώμων
discerning beforehand

ShortDef

discerning beforehand

Debugging

Headword:
προγνώμων
Headword (normalized):
προγνώμων
Headword (normalized/stripped):
προγνωμων
IDX:
73225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73226
Key:

Data

{'content': 'discerning beforehand'}