Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προγεωργέω
προγεωργός
προγήθω
προγηράσκω
προγήρως
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
προγλυκαίνω
προγλωσσεύομαι
προγλωσσίς
πρόγλωσσος
προγνώμων
προγνωρίζω
πρόγνωσις
προγνώστης
προγνωστικός
προγονικός
προγόνιος
πρόγονος
πρόγραμμα
προγραφή
View word page
πρόγλωσσος
hasty of tongue, talkative
ShortDef
hasty of tongue, talkative
Debugging
Headword:
πρόγλωσσος
Headword (normalized):
πρόγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
προγλωσσος
IDX:
73224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73225
Key:
Data
{'content': 'hasty of tongue, talkative'}