Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγεύω
προγεωμετρέω
προγεωργέω
προγεωργός
προγήθω
προγηράσκω
προγήρως
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
προγλυκαίνω
προγλωσσεύομαι
προγλωσσίς
πρόγλωσσος
προγνώμων
προγνωρίζω
πρόγνωσις
προγνώστης
προγνωστικός
προγονικός
προγόνιος
πρόγονος
View word page
προγλωσσεύομαι
to be hasty of tongue

ShortDef

to be hasty of tongue

Debugging

Headword:
προγλωσσεύομαι
Headword (normalized):
προγλωσσεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προγλωσσευομαι
IDX:
73222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73223
Key:

Data

{'content': 'to be hasty of tongue'}