Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προγεύστης
προγεύω
προγεωμετρέω
προγεωργέω
προγεωργός
προγήθω
προγηράσκω
προγήρως
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
προγλυκαίνω
προγλωσσεύομαι
προγλωσσίς
πρόγλωσσος
προγνώμων
προγνωρίζω
πρόγνωσις
προγνώστης
προγνωστικός
προγονικός
προγόνιος
View word page
προγλυκαίνω
sweeten before
ShortDef
sweeten before
Debugging
Headword:
προγλυκαίνω
Headword (normalized):
προγλυκαίνω
Headword (normalized/stripped):
προγλυκαινω
IDX:
73221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73222
Key:
Data
{'content': 'sweeten before'}