Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγεύσιμον
προγεύστης
προγεύω
προγεωμετρέω
προγεωργέω
προγεωργός
προγήθω
προγηράσκω
προγήρως
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
προγλυκαίνω
προγλωσσεύομαι
προγλωσσίς
πρόγλωσσος
προγνώμων
προγνωρίζω
πρόγνωσις
προγνώστης
προγνωστικός
προγονικός
View word page
προγιγνώσκω
to know, perceive, learn

ShortDef

to know, perceive, learn

Debugging

Headword:
προγιγνώσκω
Headword (normalized):
προγιγνώσκω
Headword (normalized/stripped):
προγιγνωσκω
IDX:
73220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73221
Key:

Data

{'content': 'to know, perceive, learn'}