Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγευματίζω
προγεύσιμον
προγεύστης
προγεύω
προγεωμετρέω
προγεωργέω
προγεωργός
προγήθω
προγηράσκω
προγήρως
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
προγλυκαίνω
προγλωσσεύομαι
προγλωσσίς
πρόγλωσσος
προγνώμων
προγνωρίζω
πρόγνωσις
προγνώστης
προγνωστικός
View word page
προγίγνομαι
to come forwards; to be born before, to happen before

ShortDef

to come forwards; to be born before, to happen before

Debugging

Headword:
προγίγνομαι
Headword (normalized):
προγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
προγιγνομαι
IDX:
73219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73220
Key:

Data

{'content': 'to come forwards; to be born before, to happen before'}