Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγεννήτωρ
προγέρων
προγευματίζω
προγεύσιμον
προγεύστης
προγεύω
προγεωμετρέω
προγεωργέω
προγεωργός
προγήθω
προγηράσκω
προγήρως
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
προγλυκαίνω
προγλωσσεύομαι
προγλωσσίς
πρόγλωσσος
προγνώμων
προγνωρίζω
πρόγνωσις
View word page
προγηράσκω
grow old before

ShortDef

grow old before

Debugging

Headword:
προγηράσκω
Headword (normalized):
προγηράσκω
Headword (normalized/stripped):
προγηρασκω
IDX:
73217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73218
Key:

Data

{'content': 'grow old before'}