Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγεννήτειρα
προγεννήτωρ
προγέρων
προγευματίζω
προγεύσιμον
προγεύστης
προγεύω
προγεωμετρέω
προγεωργέω
προγεωργός
προγήθω
προγηράσκω
προγήρως
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
προγλυκαίνω
προγλωσσεύομαι
προγλωσσίς
πρόγλωσσος
προγνώμων
προγνωρίζω
View word page
προγήθω
rejoice before

ShortDef

rejoice before

Debugging

Headword:
προγήθω
Headword (normalized):
προγήθω
Headword (normalized/stripped):
προγηθω
IDX:
73216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73217
Key:

Data

{'content': 'rejoice before'}