Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγεννάω
προγεννήτειρα
προγεννήτωρ
προγέρων
προγευματίζω
προγεύσιμον
προγεύστης
προγεύω
προγεωμετρέω
προγεωργέω
προγεωργός
προγήθω
προγηράσκω
προγήρως
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
προγλυκαίνω
προγλωσσεύομαι
προγλωσσίς
πρόγλωσσος
προγνώμων
View word page
προγεωργός
previous cultivator

ShortDef

previous cultivator

Debugging

Headword:
προγεωργός
Headword (normalized):
προγεωργός
Headword (normalized/stripped):
προγεωργος
IDX:
73215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73216
Key:

Data

{'content': 'previous cultivator'}