Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγενής
προγεννάω
προγεννήτειρα
προγεννήτωρ
προγέρων
προγευματίζω
προγεύσιμον
προγεύστης
προγεύω
προγεωμετρέω
προγεωργέω
προγεωργός
προγήθω
προγηράσκω
προγήρως
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
προγλυκαίνω
προγλωσσεύομαι
προγλωσσίς
πρόγλωσσος
View word page
προγεωργέω
cultivate earlier

ShortDef

cultivate earlier

Debugging

Headword:
προγεωργέω
Headword (normalized):
προγεωργέω
Headword (normalized/stripped):
προγεωργεω
IDX:
73214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73215
Key:

Data

{'content': 'cultivate earlier'}