Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προγενέστερος
προγενής
προγεννάω
προγεννήτειρα
προγεννήτωρ
προγέρων
προγευματίζω
προγεύσιμον
προγεύστης
προγεύω
προγεωμετρέω
προγεωργέω
προγεωργός
προγήθω
προγηράσκω
προγήρως
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
προγλυκαίνω
προγλωσσεύομαι
προγλωσσίς
View word page
προγεωμετρέω
measure, survey beforehand
ShortDef
measure, survey beforehand
Debugging
Headword:
προγεωμετρέω
Headword (normalized):
προγεωμετρέω
Headword (normalized/stripped):
προγεωμετρεω
IDX:
73213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73214
Key:
Data
{'content': 'measure, survey beforehand'}