Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγένειος
προγενέστερος
προγενής
προγεννάω
προγεννήτειρα
προγεννήτωρ
προγέρων
προγευματίζω
προγεύσιμον
προγεύστης
προγεύω
προγεωμετρέω
προγεωργέω
προγεωργός
προγήθω
προγηράσκω
προγήρως
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
προγλυκαίνω
προγλωσσεύομαι
View word page
προγεύω
give a foretaste of

ShortDef

give a foretaste of

Debugging

Headword:
προγεύω
Headword (normalized):
προγεύω
Headword (normalized/stripped):
προγευω
IDX:
73212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73213
Key:

Data

{'content': 'give a foretaste of'}