Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγελάω
προγένειος
προγενέστερος
προγενής
προγεννάω
προγεννήτειρα
προγεννήτωρ
προγέρων
προγευματίζω
προγεύσιμον
προγεύστης
προγεύω
προγεωμετρέω
προγεωργέω
προγεωργός
προγήθω
προγηράσκω
προγήρως
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
προγλυκαίνω
View word page
προγεύστης
one who tastes before

ShortDef

one who tastes before

Debugging

Headword:
προγεύστης
Headword (normalized):
προγεύστης
Headword (normalized/stripped):
προγευστης
IDX:
73211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73212
Key:

Data

{'content': 'one who tastes before'}